Περφερέες

Περφερέες
Περφερέες
masc nom/voc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περφερέες — και πέρφερες, οἱ, Α οι πέντε θεωροί που συνόδευαν τις Υπερβόρειες κόρες στη Δήλο …   Dictionary of Greek

  • υπερβόρειος — α, ο / ὑπερβόρειος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. υπερβόρεος, έη, ον, Α νεοελλ. αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη τής Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («ξανθή υπερβόρεια καλλονή») αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπερβόρειος·προσωνυμία τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”